- εξωκαρδία
- ητερατομορφία κατά την οποία η καρδιά βρίσκεται έξω από τον θώρακα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξωκαρδία — η (ιατρ.), εκτόπιση της καρδιάς, η εκτοκαρδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε … Dictionary of Greek